Σας ευχαριστούμε που επισκέπτεστε την ιστοσελίδα μας. Στόχος μας είναι να αποτελέσει ένα σημείο συνάντησης πληροφόρησης και κοινωνικής δικτύωσης.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ "ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΜΝΗΜΕΣ"

3Ο ΑΝΤΑΜΩΜΑ ΠΕΡΑΜΙΩΤΩΝ

«ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΜΝΗΜΕΣ»

1910-2010

Τα κείμενα είναι από το 3ο Αντάμωμα Περαμιωτών



Βρισκόμαστε στα 1910…….

Η Πέραμος, δεύτερη, μετά την Αρτάκη, σε μέγεθος κωμόπολη της Κυζικινής χερσονήσου, είχε τρεις μεγάλες εκκλησίες, έντεκα παρεκκλήσια και πεντατάξιο Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο. Την κατοικούσαν 5000 Έλληνες, οργανωμένοι σε κοινότητα συμπαγή και πλούσια που διοικούσε δωδεκαμελές συμβούλιο Δημογεροντίας. Οι Περαμιώτες ήταν άνδρες ρωμαλέοι, εργατικοί και εύθυμοι και οι γυναίκες τους περίφημες για την ομορφιά και χάρη τους, σε όλη την Κυζικινή χερσόνησο. Η πολιτεία είχε ασφαλέστατο λιμάνι, στο οποίο προσέγγιζαν τακτικά τα ατμόπλοια της γραμμής Πόλης – Πανόρμου.
Αυτό όμως που την αναδείκνυε ακόμα περισσότερο, ήταν οι παροικίες που δημιουργούσαν εύποροι, προοδευτικοί και μορφωμένοι Περαμιώτες σε άλλες πόλεις όπου υπήρχαν μεγαλύτερες ευκαιρίες προόδου. Μια τέτοια ευημερούσα παροικία ήταν αυτή της Κωνσταντινούπολης.
«Λίγο μακρύτερα από το χωριό βρισκόταν το μοναστήρι της Φανερωμένης. Κάθε χρόνο από τις 15 Αυγούστου και μέχρι της 23 στο χωριό γινόταν το μεγάλο πανηγύρι της Φανερωμένης. Η Παναγιά η Φανερωμένη είναι για τους Περαμιώτες η προστάτρια πρώτα της Περάμου και ύστερα όλου του κόσμου. Η παναγιά ήταν η παρηγοριά στη θλίψη και η μόνη καταφυγή κι ελπίδα στις δύσκολες ώρες. Από το δεύτερο δεκαήμερο του Αυγούστου άρχιζαν να καταφθάνουν οι προσκυνητές με τα βαπόρια της γραμμής.
Πρώτοι θα έφταναν οι Περαμιώτες της πόλης. Κάθε σπίτι είχε να περιμένει κι ένα δικό του άνθρωπο. Κι όσο πλησίαζαν οι μέρες του μεγάλου Πανηγυριού τόσο και πλήθαιναν τα έκτακτα βαπόρια.
Πάνω από πέντε χιλιάδες προσκυνητές από την πόλη, χώρια όσοι έρχονταν από την Πάνορμο, την Μηχανιώνα την Αρτάκη, και τα πλησιόχωρα της Προποντίδας.
Στα 1914 άρχισε η περίοδος των σκληρών δοκιμασιών με τις επιδρομές των λεγόμενων «μουατζίρηδων» δηλαδή των τούρκων προσφύγων οι οποίοι λόγω του Α Βαλκανικού πολέμου στα 1912-13 και την καθολική ήττα της Τουρκίας ζούσαν κάνοντας ληστρικές επιδρομές στα χριστιανικά χωριά της Μικράς Ασίας.
Κοντά σ’ αυτό ήρθε να προστεθεί ακόμα μια συμφορά χειρότερη.
Η καταστροφή της Περάμου από την μεγάλη πυρκαγιά στις 17 Ιουλίου 1915 εορτή της Αγίας Μαρίνας. Το όμορφο χωριό μας κάηκε απ’ άκρου εις άκρον. Κάτι λίγα σπίτια μείνανε μόνο πάνω στο ύψωμα, εκεί που ήταν και το καινούργιο σχολείο το Παπαδοπούλειο. Δωρεά του Μικέ του Παπαδόπουλου. Η πυρκαγιά αυτή ήταν ένας καθαρός εμπρησμός και είχε ως σκοπό την αναγκαστική απομάκρυνση του πληθυσμού.
Τα πράγματα άρχισαν να καλυτερεύουν στην αρχή του 1919, όταν ο πόλεμος είχε τελειώσει και ο Ελληνικός στόλος είχε αγκυροβολήσει μεγαλόπρεπα στο Βόσπορο κάτω από τα ανάκτορα του ντολμά Μπαχτσέ.
Τότε οι Περαμιώτες της Πόλης οργανωμένοι στον Επανορθωτικό Σύνδεσμο των Περαμίων πιστεύοντας ότι τα βάσανα έχουν τελειώσει οριστικά αρχίζουν να ξαναφκιάχνουν την κατεστραμμένη κυριολεκτικά ισοπεδωμένη κωμόπολη της Περάμου. Αναθέτουν σε Ελληνορώσο πολεοδόμο από τη Μόσχα να εκπονήσει και να χαράξει επί τόπου νέο πολεοδομικό σχέδιο. Ένας οργασμός εργασιών άρχισε με βελτιωμένες χαράξεις δρόμων και τη δημιουργία νέων πλατειών.

Οι Περαμιώτες αρχίζουν να ξαναγυρίζουν στη κωμόπολη, να ξαναδημιουργούν τις εστίες τους και τα υποστατικά τους. Φύτεψαν δέντρα, οπωροφόρα αμπέλια, ελιές κηπευτικά.
Η Πέραμος αρχίζει να ξαναζωντανεύει.

Τα πανηγύρια αρχίζουν να ξαναστήνονται, μαζί και η αγαπημένη συνήθεια των Περαμιωτών η παλαίφτρα. Λέγεται ότι το αγώνισμα αυτό τελούνταν με μεγαλόπρεπο τρόπο στην αρχαία πόλη της Κυζίκου η οποία καταστράφηκε από σεισμό στα 1063. Την Τρίτη μέρα του Πάσχα στα αλώνια του Αιηλιά πάνω από τη μεγάλη βρύση θα συναχθεί όλο το χωριό για να για να θαυμάσει τα αντρειωμένα παλικάρια να παλεύουν. Η πρώτη μέρα είναι για τα παιδιά. Οι μικροί παλαισταί – και είναι τέτοια όλα τα μικρά παιδιά του χωριού- θα κάμουν την πρώτη τους δημόσια εμφάνιση στ’ αλώνια. Εκεί θα εφαρμόσουν όλα τα «τσαλίμια» (συστήματα) της πάλης, τους σαρμάδες και τις κωλοκαθιές, που έμαθαν παλεύοντας στην άμμο. Θα ξεσχίσουν τα γόνατα και τους αγκώνες στο σκληρό χώμα του αλωνιού, αλλά θα χαλυβδώσουν έτσι την θέληση για τη νίκη. Απ’ αυτούς τους μικρούς παλαιστές θα βγουν τα αυριανά πρωτοπαλίκαρα, για να συνεχιστεί η αγωνιστική παράδοση της φυλής.

Την δεύτερη μέρα η κοσμοσυρροή πληθαίνει. Τώρα παλεύουν οι έφηβοι. Παλικαράκια μεστωμένα πια. Σώματα γεροδεμένα, μπράτσα δυναμωμένα από το κουπί και το δικέλλι. Αυτή τη μέρα θα φανεί ποιοι από τους νέους θα βγουν τον άλλο χρόνο στη μεγάλη παλαίφτρα.

Όλα αυτά μέχρι τον Αύγουστο του 1922, όταν η Μικρασιατική καταστροφή είναι πλέον γεγονός. Ξαφνικά στα γραφεία του Επανορθωτικού Συνδέσμου στην Κωνσταντινούπολη ήλθε σαν κεραυνός ένα γράμμα από τη Δημογεροντία της Περάμου, κυριολεκτικά μια κραυγή απελπισίας, με το οποίο παρακαλούσε το Σύνδεσμο να σπεύσει να σώσει τις ψυχές των Περαμιωτών οι οποίοι κινδύνευαν από τις Τσέτες του Κεμάλ.

Ο σύνδεσμος έσπευσε να προσφέρει την τελευταία βοήθεια στους συμπατριώτες του. Στέλνουν ένα πλοίο για να παραλάβουν και να σώσουν ότι μπορεί να σωθεί, μεταφέροντάς τους στην κοντινή Πάνορμο που κι αυτή αντιμετώπιζε το ίδιο πρόβλημα και μετά στο Μυριόφυτο της Ανατολικής Θράκης που δε κινδύνευε άμεσα. Το πλοίο έκανε δυό αγώγια και επέστρεψε στην πόλη. Εν τω μεταξύ οι Περαμιώτες από το Μυριόφυτο μεταφέρονται στην Καβάλα.

«Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από το άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο ξεκουρντισμένο, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες και έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. ΄Έπηξαν οι δρόμοι , το λιμάνι, οι εκκλησίες, τα σχολεία, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιούνται παιδιά και πέθαιναν γέροι. Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω από την προγονική τους γη.

Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονείς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δέντρα και στα χωράφια, το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στη αποθήκη, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτραίτα των προγόνων στους τοίχους. Κοιμήθηκαν από βραδύς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι, άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας, του Βόλου , της Πάτρας. Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπάρκαραν στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος : Πρόσφυγες! Πού να αποκουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν ; Τι να ξεχάσουν ; Τι να πράξουν ; Πού να δουλέψουν ; Πώς να ζήσουν ;»

Τον Οκτώβριο του 1922 οι περισσότεροι Περαμιώτες είχαν συγκεντρωθεί στην Καβάλα. Στεγάστηκαν προσωρινά σε σπίτια, σε δημόσια κτίρια, σε καπναποθήκες, κι όπου αλλού βρισκόταν χώρος. Άμεση ήταν η ανάγκη να βρεθεί ένας τόπος κατάλληλος για μόνιμη εγκατάσταση.

"Στην Καβάλα επιτάξανε όλες τις καπναποθήκες και όσα πλοία ήρθαν, αδειάζανε τους πρόσφυγες στο λιμάνι. Μας παίρνανε με τα κάρα και μας στοιβάζανε μέσα στα καπνομάγαζα. Η βρωμιά έφερε ασθένειες και κυρίως παιδικές, ιλαρά και οστρακιά, η οποία θέριζε τα παιδιά, δέκα δέκα την ημέρα κι εκατό την εβδομάδα είναι λίγα, θέριζε κατά χιλιάδες τα παιδιά..

Μας φόρτωσαν από κει και μας βγάζουν στην Νέα Μήδεια. Τότε δεν είχε παρά βούρλα και κουνούπια, τίποτ' άλλο. Είχε θέρμες, αρρώστια, ελονοσία μεγάλη.
Έλη ήτανε, τίποτ'άλλο».

«Ένα κοπάδι γυναίκες, παιδιά και γέροντες βογκούν δυνατά, κυνηγημένοι απ’ τον ήλιο, απ’ τη στέρηση και από την εξάντληση του δρόμου. Στα πρόσωπά τους, ο ιδρός, ζυμωμένος με τη σκόνη στάζει σα λάσπη. Νέοι άντρες είναι λίγοι. Οι πιο πολλοί του κοπαδιού περπατούν ξυπόλυτοι, κι όλοι σηκώνουν στον ώμο ένα φορτίο, ένα τσουβάλι γεμάτο ή ένα μπόγο.

Αχ Πού μας στέλνουν να ζήσουμε! Πού μα στέλνουν! Θα πεθάνουμε σ’ αυτόν τον άγριο τόπο!»

Έτσι την άνοιξη του 1923 οι πρώτες οικογένειες Περαμιωτών εγκαταστάθηκαν στο συνοικισμό Νέα Μήδεια, που είχε κτιστεί για τους πρόσφυγες από τη Μήδεια της Μαύρης Θάλασσας. Ακολούθησαν κι άλλες Περαμιώτικες οικογένειες αλλά και οικογένειες από τη Διαβατή, το Καστέλι, την Πανορμο, τη Μηχανιώνα την Αρτάκη.

Αρχές του 1928 ο συνοικισμός αναγνωρίστηκε ως Κοινότητα Ν. Περάμου και συγκροτήθηκε το πρώτο Κοινοτικό συμβούλιο με πρόεδρο τον Θεόδωρο Λιώτα. Φτιάχτηκε το σχολείο και τα πρώτα παιδιά αρχίζουν να μαθαίνουν γράμματα.

Γράμματα τι γράμματα δηλαδή ξύλο τρώγανε.

Οι κάτοικοι της περιοχής μετά από μια μακρά περίοδο αναστατώσεων και πολέμων, επιδίδονται με ζήλο κι εργατικότητα στη δημιουργική αναδιοργάνωση της ζωής τους, καθώς άρχιζε μια περίοδος ειρηνικής διαβίωσης.

Το 1932 η περιοχή σείεται από σεισμούς. Ο κόσμος ανάστατος ζει σε σκηνές. Ένα μεγάλο ρήγμα δημιουργείται πίσω από το χώρο που σήμερα βρίσκεται η Αγροτική Τράπεζα. Και προσελκύει την περιέργεια των κατοίκων.

Μικρό το κακό όμως μπροστά στα τόσα δεινά που πέρασαν και δεν μπορεί να ανακόψει μια δημιουργική πορεία της κοινωνίας. Γίνονται δρόμοι βρύσες, ανοίγουν τα πρώτα μαγαζιά

Τα σπίτια αρχίζουν να ομορφαίνουν.

«Πρώτα- πρώτα βάζανε τους τενεκέδες στη σειρά και φύτευαν και κάτι αναιμικά λουλουδάκια. Να βολευτούμε έλεγαν, νάχουμε και λίγο πράσινο. Και κόβανε από το νερό που πίνανε, για να ποτίζουν τα δενδράκια. Κι ασπρίζανε τα σπιτάκια τους, που δεν χώραγαν ξαπλωτά τα πόδια όλης της φαμελιάς και βάζανε και λουλάκι μέσα στον ασβέστη, για να φαίνονται καθαρά τα σπιτάκια τους, σαν τον νέο καθάριο ουρανό που τους σκέπαζε. Και κεντούσαν στα νυχτέρια οι γυναίκες κεντητά για να ομορφαίνουν τα παράθυρα κι όλη την ημέρα μαζί με τους άνδρες τους ιδροκοπούσαν στα χωράφια. Κι όταν ξερίζωσαν απ΄ την ψυχή τους το όνειρο του γυρισμού, τότε η ανάμνηση του χαμένου παράδεισου έγινε αποφασιστικότητα για δράση, για μια καλύτερη ανθρωπινότερη ζωή.

Κι έγιναν οι πρόσφυγες και οι σύνοικοί τους μια καινούργιαανανεωτική δύναμη για την Ελλάδα : Προζύμι της προκοπής.»

Χρόνο με το χρόνο οι βαλτότοποι λιγόστεψαν. Σταμάτησε και η ελονοσία που βαζάνιζε τους κατοίκους.

Με την ευφυΐα και το ανταγωνιστικό πνεύμα, την επιμονή, την αποφασιστικότητα και την εργατικότητα, κατάφεραν να δημιουργήσουν τις βάσεις για την μετεξέλιξη της κοινωνίας τους. Να τι θυμάται ο κύριος Ρουμελίωτης Γιώργος :

«Πριν από καιρό, τότε που ο πατέρας μου ο Χριστόδουλος ακόμη ήταν 12 χρονών, ο παππούς μου Αθανάσιος Ρουμελιώτης που ήρθε πρόσφυγας από την Κύζικο της Μικράς Ασίας ασκούσε το επάγγελμα του πετρά. Από το 1923 περίπου και μέχρι το 1940 πίσω από το βενζινάδικο του Τσιτλακίδη υπήρχαν τα ΝΤΑΜΑΡΙΑ-ΛΑΤΟΜΕΙΑ ΠΕΤΡΑΣ.
Με σφυρί και με καλέμι έκοβαν κυβόλιθους διαστάσεων 15Χ15Χ25 τους οποίους χρησιμοποιούσαν στο στρώσιμο των δρόμων. Ο παραλιακός της Καβάλας, αλλά και εδώ στην Πέραμο στην αποβάθρα, ήταν στρωμένος με τέτοιους κυβόλιθους.
Παρόμοια λατομεία στα οποία εργάστηκαν υπήρχαν και στην περιοχή Τόσκα (Παλιό). Εκεί, αφού τους συγκέντρωναν, στην συνέχεια με βάρκες τους μετέφεραν στην Καβάλα όπου και τους πουλούσαν».
Σιγά σιγά αρχίζει να εκσυγχρονίζεται και η αγροτική παραγωγή με την ευρύτερη και καλύτερη εκμετάλλευση των καλλιεργήσιμων εδαφών και την βελτίωση των μεθόδων καλλιέργειας. Πρωτοπόρος στον τομέα αυτό ο Χριστόδουλος Ρουμελιώτης
Ήρθε από τη Πέραμο της Κυζίκου σε ηλικία 12 ετών. Τα δύσκολα εκείνα χρόνια σπούδασε Γεωπονία- Γεωργικές εφαρμογές. Πήρε το πτυχίο του Γεωπόνου γύρω στο 1932 από την σχολή των Ιωαννίνων. Το κράτος του παραχώρησε δωρεάν έκταση 12 στρεμμάτων (δίπλα στο βιολογικό), όπου έφτιαξε υποδειγματικό οπωρώνα με νέες ποικιλίες ροδάκινων, μήλων κ.λ.π. (μπαχτσέ ονόμαζε τον οπωρώνα).Παράλληλα παρήγαγε και χειμερινούς–θερινούς πολτούς διότι δεν υπήρχαν φάρμακα γεωργικά τότε. Επίσης έφτιαχνε φυτώρια με δενδρύλλια μικρά που αγόραζε ο κόσμος. Διατέλεσε για αρκετά χρόνια γεωπόνος στην περιοχή διορισμένος από το κράτος, για να διδάξει στους κατοίκους της περιοχής τις νέες τεχνολογίες στην γεωργική παραγωγή, καθώς το ποσοστό των απασχολούμενων στην γεωργία αντιπροσώπευε το 95% των κατοίκων. Έτσι σε κάθε χωριό μαζεύονταν ομάδες και τους μάθαινε εμβολιασμούς σε άγριες ελιές που υπήρχαν άφθονες στα βουνά. Τους μάθαινε επίσης τρόπους παραγωγής γεωργικών φαρμάκων.

«Δεν είναι μικρό πράγμα τι κατάφεραν αυτοί οι άνθρωποι.

Σταδιοδρόμησαν με επιτυχία στην Τουρκία, καταστράφηκαν από τα γεγονότα, ήρθαν εδώ χωρίς μέσα και φορτωμένοι οικογένειες, ξανάρχισαν από την αρχή, σε ξένο περιβάλλον, σε ώριμη ηλικία και πέτυχαν για δεύτερη φορά. Όχι δεν είναι μικρό πράγμα πρέπει να το παραδεχτούμε.»

Δυστυχώς όμως, πριν ακόμη συμπληρωθούν δυο δεκαετίες ειρήνης, η περιοχή του Δήμου Ελευθερών θα βρεθεί και πάλι στη δίνη του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου και της θλιβερής εμφύλιας διαμάχης.

Ήδη από τον Απρίλιο του 1941 οι τοπικές ελληνικές αρχές, πολιτικές, στρατιωτικές και αστυνομικές, αναγκάζονται να παραιτηθούν, πολλοί δε είναι αυτοί που εγκαταλείπουν την περιοχή και μέσω Ν. Περάμου κυρίως αποπλέουν για τα νησιά και τη Νότια Ελλάδα. Παντού εγκαθίστανται εκπρόσωποι του Βουλγάρικου κράτους.. Επιβλήθηκε η χρήση της Βουλγάρικης γλώσσας στις δημόσιες υπηρεσίες, στην εκκλησία, στην εκπαίδευση αλλά και στο εμπόριο.

Τα δεινά της βάρβαρης αυτής κατοχής κτύπησαν και τους κατοίκους των χωριών του δήμου Ελευθερών. Κτίρια και σπίτια επιτάχθηκαν, για να διαμένουν σ΄ αυτά οι Βούλγαροι κατοχικοί άρχοντες, πρόεδροι, αστυνομικοί κλπ από δε τις όποιες σοδειές το 10% μόνο μπορούσαν να κρατήσουν οι ντόπιοι κάτοικοι.

Μια μαρτυρία του Αθανάσιου Καραμπερίδη έλεγε « Οι βούλγαροι τα συγκεντρώνουν όλα. Και αυτό το γάλα από τα οικόσιτα ζώα, κατσίκες, αγελάδες το παίρνουν και δεν αφήνουν ούτε δράμι».

Αλλά δεν ήταν μόνο η ανέχεια, οι στερήσεις. Ήταν και οι ξυλοδαρμοί, τα κάθε είδους βασανιστήρια και οι δολοφονίες. Ο Δημοσθένης Θεοδωρίδης εφημέριος της Ν. Περάμου συνελήφθη στις 31-8-1941, οδηγήθηκε στον πολιτικό Διευθυντή Ν. Περάμου και μετά στην Ελευθερούπολη όπου υπέστη φριχτά βασανιστήρια.
Τραγικός και ο αριθμός των δολοφονηθέντων μετά από μαρτύρια όπως του Κωνσταντίνου Παυλιδάκη και του Φώτη Γιακούλη.
Τέλος του 1944 και η βουλγαρική κατοχή φτάνει στο τέλος της.

Εκτός από τις ανθρώπινες απώλειες οι βούλγαροι καταστρέφουν τα αρχεία της κοινότητας, καταστράφηκε επίσης ο κώδικας της Περάμου της Κυζίκου που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες καθώς και το εικόνισμα της Αγίας Παρασκευής. Ευτυχώς διεσώθη το εικόνισμα του Αγίου Παντελεήμονα το οποίο και σήμερα προσκυνούμε.
Θα χρειαστεί να μπούμε στο δεύτερο μισό του 20 ου αιώνα για να αρχίσει με τη συνδρομή και της ξένης βοήθειας, η ανασυγκρότηση από τα ερείπια που σκόρπισαν οι προηγούμενες δεκαετίες.

Οι άνδρες του χωριού για μια ακόμη φορά θα συμβάλουν με την προσωπική του εργασία, (συμμετέχοντας στη γνωστή «αγγαρεία») στη δημιουργία οδικού δικτύου , και δικτύου άρδευσης. Πολλά έλη της περιοχής θα μπαζωθούν και καλαμιές θα κοπούν προσθέτοντας νέες εκτάσεις στον πολεοδομικό ιστό της πόλης. Θα ξεκινήσει και ο εξηλεκτρισμός της περιοχής, η οικοδομική δραστηριότητα, θα κάνει τα πρώτα δειλά του βήματα ο τουρισμός και γενικά θα δοθεί μια επιτάχυνση στην οικονομική πρόοδο.

Ξεχωριστά σημαντικό έργο ήταν και η στροφή της γεωργικής παραγωγής από την καλλιέργεια καπνών και σιτηρών στην αμπελοκαλλιέργεια.. Η παραγωγή σταφυλιών αλλά και προϊόντων αυτού, όπως κρασιού και τσίπουρου βελτίωσε κατά πολύ τα εισοδήματα των κατοίκων γεωργών της περιοχής. Η ίδρυση του Αγροτικού συνεταιρισμού συνετέλεσε καθοριστικά, ώστε τα προιόντα της Ν. Περάμου να γίνουν ανταγωνιστικά στις αγορές της Ευρώπης.

Σπουδαίο έργο αποτέλεσε η κατασκευή του παραλιακού δρόμου Αμφίπολης -Καβάλας. Αυτή η παραθαλάσσια Εγνατία άλλαξε θεαματικά τις παραμέτρους τις ζωής των κατοίκων της Ν. Περάμου.

Τη δεκαετία του 60 και του 70 τα πράγματα ήταν ακόμα λιγοστά, περίσσευε όμως η διάθεση και το κέφι. Την εποχή χαρακτήριζε η ανεμελιά και τα γλέντια στήνονταν σε κάθε ευκαιρία.

Το 1969 ιδρύεται ο Αθλητικός Μορφωτικός Σύλλογος ΒΡΑΣΙΔΑΣ και χαρίζει στιγμές διασκέδασης και συγκίνησης στους κατοίκους αλλά και περηφάνιας στους νέους που αγωνίζονται για το χωριό.

Ο Σύλλογος Παγκράτιου Αθλήματος η γνωστή Σχολή Μαχητών ΚαραΙτη ιδρύθηκε το 1990. Η πάλη ήταν το αγαπημένο αγώνισμα των Περαμιωτών. Είναι άραγε τυχαίο ότι ο Σύλλογος αυτός αποσπά τα περισσότερα μετάλλια στις διοργανώσεις που συμμετέχει.

Ο Μορφωτικός Πολιτιστικός Σύλλογος ιδρύθηκε το 1983 από την ανάγκη των κατοίκων του χωριού να διασώσουν μνήμες και μαρτυρίες των προγόνων τους. Αλλά και από την αγάπη τους για την παράδοση και τα ήθη και έθιμα.

Ο Σύλλογος έγινε ένας κρίκος, μεταξύ των γενεών που ακολούθησαν.
Είπαν τον καημό τους οι παλαιότεροι και τα σχέδιά τους για τα μελλούμενα οι νεώτεροι..
Έτσι πορευτήκαμε………. με τις θύμησες να γίνονται αφετηρία για καινούργιες προσπάθειες ανάπτυξης και προόδου.

Οι πρόσφυγες παρά της αντιξοότητες ρίζωσαν στη νέα τους πατρίδα.
Νοσταλγούν όμως την αλησμόνητη πατρίδα …. θυμούνται ακόμα το πανηγύρι της Παναγιάς και το ζωντανεύουν με παραστατικότητα
Καλά τα καταφέραμε. …….Συνεχίζουμε παραδόσεις,…. ήθη και έθιμα αιώνων.

«…καμάρι του Ελληνισμού ήταν η Παναγιά η φανερωμένη. Τι πλήθος θεέ μου μαζευόταν εκεί κάθε χρονιά- Δεκαπενταύγουστο- απ’ την πόλη από τα Πριγκιποννήσια από τη Μηχανιώνα την Αρτάκη. Τι τραγούδια και  και Νταούλια, μέρες ολόκληρες. .Και δώστου χοροί και ντουφεκιές και κουμπουριές ν’ αντιλαλάνε τη χαρά της Ρωμυοσύνης."

3ο ΑΝΤΑΜΩΜΑ ΠΕΡΑΜΙΩΤΩΝ (10/7/2010)