"ΧΩΜΑΤΑ ΝΑ ΠΙΑΝΣ, ΜΑΛΑΜΑΤΑ ΝΑ ΓΕΝΤΙ "
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το περιεχόμενο της μικρής αυτής έρευνας πηγάζει από το ενδιαφέρον μου για θέματα σχετικά με την παράδοση και τον πολιτισμό μας. Αλλά και στη θέλησή μου να συμβάλω στην διάδοση και διατήρησή τους.
Στο ξεκίνημα της ενασχόλησής μου με τον πολιτισμό, ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Μορφωτικού Πολιτιστικού Συλλόγου, μου ζητήθηκε να επιμεληθώ τον πρόλογο σε δύο ημερολόγια-λευκώματα, “Η ΠΕΡΑΜΟΣ ΤΟΥ ΧΘΕΣ” και “ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΣΤΗ Ν. ΠΕΡΑΜΟ ΤΟΥ ΧΘΕΣ” που εξέδωσε ο Σύλλογος στις αρχές της δεκαετίας. Αυτή η πρώτη επαφή μου με τον τόπο και τους ανθρώπους ήταν καθοριστική. Αργότερα είχα την ευκαιρία να κατανοήσω καλύτερα την κοινωνικοοικονομική πορεία της περιοχής μας. Ασφαλώς με ένα προσωπικό κριτήριο.
Έτσι λοιπόν βασιζόμενος σε προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που άσκησαν τέτοια επαγγέλματα, οι ίδιοι ή οι συγγενείς τους, συγκέντρωσα κάποια στοιχεία για τα παραδοσιακά επαγγέλματα. Ας μου συγχωρεθούν τυχών παραλήψεις.
Η μεγάλη αξία της μικρής αυτής έρευνας, είναι η γνωριμία με ανθρώπους εκφραστές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής άλλων εποχών, πολλαπλά δύσκολων. Προσεγγίζω με πολύ συγκίνηση αυτές τις αναφορές σε πρόσωπα που διαμόρφωσαν ένα κοινωνικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι.
Στόχος είναι να καταγραφούν αυτές οι μνήμες. Να γίνουν οι αναγκαίες συγκρίσεις με το σήμερα. Να αντιληφθούμε την παλιότερη έννοια τοπικό προϊόν, (με τη χρηστική του αξία μόνο περιορισμένη στα γεωγραφικά όρια του δήμου), με την σημερινή παγκοσμιοποιημένη παραγωγή και διακίνηση.
Τα παραδοσιακά επαγγέλματα διακινούσαν προϊόντα χέρι με χέρι. Γνώριζες από πού πήρες κάτι και σε ποιόν το έδωσες. Αυτή ήταν και η αξία του. Η εμπιστοσύνη στον άνθρωπο. Αυτό και το κέρδος. Σήμερα κάθε είδους δραστηριότητα και επάγγελμα ενσωματώνεται άμεσα στη δομή και τους νόμους της παγκοσμιοποιημένης, αχαλίνωτης, φιλελεύθερης αγοράς. Όλα για το κέρδος. Μετά ο άνθρωπος.
Ξεκινώ με μία αναφορά στην ιστορία της περιοχής. Η επόμενη ενότητα, (θα δημοσιεύεται σε συνέχειες και ελπίζω να εμπλουτίζεται) αναφέρεται στα παραδοσιακά επαγγέλματα.
Η εφημερίδα “Συλ..ΛΟΓΟΣ” του Μορφωτικού Πολιτιστικού Συλλόγου, είναι το καταλληλότερο μέσο όπου μπορούν να δημοσιευτούν και παράλληλα να φωτιστούν μνήμες συμπολιτών μας, που διασώζουν πολύτιμες πληροφορίες για την ιστορία του τόπου μας. Αποτελεί χρέος του Πολιτιστικού Συλλόγου η καταγραφή της συλλογικής προσπάθειας για την οικονομική ανάπτυξη αυτού του τόπου. Έτσι θα φθάσουμε να κατανοήσουμε και την πολιτιστική. Φιλοδοξία μου είναι να υπάρξουν στο μέλλον και από άλλους πιο επαΐοντες, στοιχεία που συνθέτουν την παράδοσή μας.
Προσωπικά θα ευχαριστήσω δυο εξαίρετα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου, αλλά και της κοινωνίας μας, τους κυρίους Τσέτσο Ευστράτιο και Παγώνη Λευτέρη.
Με αυτό που λέμε “μνήμη ελέφαντα” και οι δύο τους, μας περιγράφουν εικόνες άλλης εποχής. Θυμούνται ονόματα συμπολιτών τους που εργάστηκαν με ζήλο στα σκληρά επαγγέλματα του βαρελά (β’ τσάς), του γανωτή (καλαϊτζής), του τσαγκάρη (κουντουράς), του κτίστη (κάλφας) Μας περιγράφουν με πολύ ζωντάνια τον τρόπο εργασίας πολλών από αυτά τα επαγγέλματα. Άλλωστε το πρώτο από τα επαγγέλματα που περιγράφουμε, αυτό του βαρελά, το ασκούσε ο πατέρας του κυρίου Τσέτσου.
ΜΕΡΟΣ Α.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ.
Στη Νέα Πέραμο εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Φτωχοί και τυραννημένοι άνθρωποι ήταν, παραδαρμένοι, φερμένοι απ’ την Πέραμο της Μικράς Ασίας, στην Κυζικηνή χερσόνησο. Λένε πως διάλεξαν οι ίδιοι αυτό το μέρος.
Σίγουρα αυτή τους η επιλογή τούς δικαίωσε πολύ αργότερα.
Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ και δύσκολος. Και ο τόπος ήταν αφιλόξενος και εχθρικός. Ζούνε ακόμα οι άνθρωποι που τον ημέρεψαν. Αυτοί που αυλάκωσαν τα χώματα, που έσπειραν και θέρισαν. Αυτοί που ξανοίχτηκαν στη θάλασσα, που ρυτίδωσαν το μέτωπό τους απ’ την αλμύρα της.
Με τα χρόνια άρχισαν να δημιουργούνται εκείνες οι ανάγκες που επέβαλαν την ύπαρξη επαγγελμάτων όπως ο σιδεράς, ο βαρελάς, ο τσαγκάρης, ο γανωτής. Όταν βελτιώθηκαν οι συνθήκες και καλυτέρεψαν τα πράγματα ήρθε και ο φωτογράφος, ο εποχούμενος κινηματογραφιστής, ο ράφτης για τα κοστούμια των ανδρών, ο ξυλουργός.
Με την κατακόρυφη εκτίναξη της αξίας της γης, θα μετατραπούν σε εισοδηματίες, θα γίνουν εργολάβοι, θα κτίσουν ξενώνες, ταβέρνες και εστιατόρια και θα εναρμονιστούν σε έναν άλλο τρόπο ζωής.
Στα μέσα περίπου του 20ού αιώνα τα παραδοσιακά επαγγέλματα ασκήθηκαν συστηματικά, παρακολουθώντας και τη βιοτεχνική παράδοση άλλων γειτονικών περιοχών, ωστόσο, μετά μάλιστα την αστικοποίηση των μεγάλων πόλεων, ελάχιστοι επαγγελματίες άντεξαν, τον ανταγωνισμό των ευρείας χρήσης καταναλωτικών προϊόντων. Πολλά επαγγέλματα εξαφανίστηκαν ή ξεχάστηκαν αφού οι ανάγκες που τα είχαν επιβάλει έπαψαν να υπάρχουν.
Τα επαγγέλματα αυτά που αποτέλεσαν προϋπόθεση επιβίωσης για τους κατοίκους της Νέας Περάμου , σας περιγράφω.
ΜΕΡΟΣ Β.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ
Ο Β’ ΤΣΑΣ (ΒΑΡΕΛΑΣ )
Βαρέλια κατασκεύαζε στην Ν. Πέραμο ο Κωνσταντίνος Τσέτσος αλλά και ο Μήτσος ο Βαρελάς.
Ο βαρελάς κατασκεύαζε αλλά και επιδιόρθωνε βαρέλια. Το βαρέλι κατασκευαζόταν από ξύλο καστανιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και στη συνέχεια κοβόταν σε λεπτές σανίδες. Τις σανίδες εδώ στην Ν. Πέραμο τις λέγανε δούγιες. Τις δούγιες λοιπόν τις βρέχανε για να μπορούν να πάρουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Στη συνέχεια τις ενώνανε και τις δένανε πρόχειρα με σύρμα. Κατόπιν περνούσαν τα σιδερένια στεφάνια και χτυπούσαν, για να σφίξουν καλά.
Τα στεφάνια αυτά όπως μας είπε ο κύριος Τσέτσος ο πατέρας του τα έλεγε “τσιπέρι”. M’ ένα ειδικό εργαλείο, το ματσακόνι τα κτυπούσε ώστε να σφίξουν καλά.. Μετά τοποθετούσαν το καπάκι που το έλεγαν ”φούντη”. Γι’ αυτό και λέγανε τώρα θα “φουντώσουμε” το βαρέλι.
Ήταν δύσκολη δουλειά όχι μονάχα η κατασκευή του βαρελιού, αλλά και η επιδιόρθωσή του. Τα ξύλα του βαρελιού χαλούσαν εύκολα με τον καιρό και από τη συνεχή χρήση. Γιατί τότε στα βαρέλια αποθήκευαν πολλά προϊόντα. Ο βαρελάς τότε έλυνε τα στεφάνια που κρατούσαν τα ξύλα του βαρελιού και έτσι μπορούσε να τα τρίψει και να τα καθαρίσει ή και να αντικαταστήσει τα ξύλα και μετά τοποθετούσε πάλι τα στεφάνια και το βαρέλι ήταν πάλι έτοιμο για χρήση. Οι αποθήκες των σπιτιών τα παλιά χρόνια ήταν
γεμάτες βαρέλια διαφόρων μεγεθών. Κάθε βαρέλι περιείχε και από ένα είδος: κρασί, λάδι, τσίπουρο, τυρί, τουρσί, όσπρια κ.ά
Ο ΠΕΤΡΑΣ, Ο ΜΥΛΩΝΑΣ
KAI Ο …ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗ
Είναι φορές που μια σελίδα, μια φωτογραφία, μια φράση, λειτουργεί σαν σημαδούρα. Λες, απ’ αυτήν θα πιαστώ. Και αποβιβάζεσαι σε έναν τόπο ξένο που όμως όλα σου φαίνονται γνωστά και οικεία. Σα να ξαναγυρνάς σε μέρη, που μπορεί και να μην έφυγες ποτέ. Μια τέτοια σελίδα πήρα στα χέρια μου. Ξέρεις ότι διαβάζεις κάτι ξένο, κι όμως είναι σαν να το έγραψες εσύ. Οι λέξεις ενός άλλου βάζουν φωτιά στις σκέψεις και στην ψυχή σου.
Το κείμενο της σελίδας ήταν γραμμένο χειρόγραφα από τον κύριο Γεώργιο Ρουμελιώτη. Ιδρυτικό μέλος του Μ. Π. Σ. αλλά και διατελέσας πρόεδρος Συλλόγου . Τον ευχαριστώ ιδιαίτερα.
«Πριν από καιρό, τότε που ο πατέρας μου ο Χριστόδουλος ακόμη ήταν 12 χρονών, ο παππούς μου Αθανάσιος Ρουμελιώτης (Εικόνα 2) που ήρθε πρόσφυγας από την Κύζικο της Μικράς Ασίας ασκούσε το επάγγελμα του πετρά. Από το 1923 περίπου και μέχρι το 1940 πίσω από το βενζινάδικο του Τσιτλακίδη υπήρχαν τα ΝΤΑΜΑΡΙΑ-ΛΑΤΟΜΕΙΑ ΠΕΤΡΑΣ.
Με σφυρί και με καλέμι έκοβαν κυβόλιθους διαστάσεων 15Χ15Χ25 τους οποίους χρησιμοποιούσαν στο στρώσιμο των δρόμων. Ο παραλιακός της Καβάλας, αλλά και εδώ στην Πέραμο στην αποβάθρα, ήταν στρωμένος με τέτοιους κυβόλιθους.
Εικόνα 2
Αθανάσιος Ρουμελιώτης και Ελένη Ρουμελιώτη 1925
Παρόμοια λατομεία στα οποία εργάστηκαν υπήρχαν και στην περιοχή Τόσκα (Παλιό). Εκεί, αφού τους συγκέντρωναν, στην συνέχεια με βάρκες τους μετέφεραν στην Καβάλα όπου και τους πουλούσαν.
Από την Κύζικο (Πάνορμο) ήρθε πρόσφυγας και ο άλλος παππούς μου ο Γεώργιος Ρουμελιώτης (Μπαλιάς), ο οποίος εκεί στην πατρίδα την Πάνορμο (Εικόνα3) ήταν μυλωνάς. Το ίδιο επάγγελμα έκανε και εδώ. Είχε μύλο με μυλόπετρες στο μέρος όπου τώρα βρίσκεται η κατοικία του Βαγγέλη Σάλιαγκα. Κείνα τα χρόνια όλος ο κόσμος είχε μια μικρή παραγωγή σιταριού, το οποίο έπρεπε να γίνει αλεύρι στους μύλους της περιοχής. Μ΄ αυτό το αλεύρι οι νοικοκυρές έφκιαχναν το ψωμί τους. Τότε κάθε σπίτι σχεδόν είχε στην αυλή του φούρνο όπου έψηναν τα ψωμιά».
Εικόνα 3
Οικογένεια Γεωργίου Ρουμελιώτη (Μπαλιά) 1925
Κάπως έτσι ο κύριος Ρουμελιώτης με βοηθάει να αποκαταστήσουμε τον διαρραγέντα δεσμό ιστορίας και μνήμης αναφορικά με την εργασία μου για τα παραδοσιακά επαγγέλματα στη Ν. Πέραμο. Εκτιμώ ιδιαίτερα την πράξη του. Αποθησαυρίζοντας τις αναμνήσεις των οικείων του, λίγα σπαράγματα αφηγήσεων, δυο τρεις κιτρινισμένες φωτογραφίες και η εργασία μου αυτή γίνεται ανεκτίμητη. Είναι μια διαδικασία που περιεκτικά έχουν ονομάσει «ιστορικοποίηση των μνημονικών ιχνών».
Και συνεχίζει στην ίδια επιστολή.
«Από την Κύζικο (Κάτω χωριό) ήρθε και ο πατέρας μου Χριστόδουλος 12 ετών το 1922 (εικόνα 4). Πόθος του μου έλεγε και όνειρό του ήταν να ασχοληθεί με τις μοντέρνες για την εποχή, μεθόδους καλλιέργειας νέων ποικιλιών φρούτων, παραγωγή γεωργικών φαρμάκων, τεχνικές εμβολιασμών, καταπολέμηση δάκου της ελιάς.
Αυτή την επιθυμία την έκανε πράξη. Τα δύσκολα εκείνα χρόνια σπούδασε Γεωπονία- Γεωργικές εφαρμογές. Πήρε το πτυχίο του Γεωπόνου γύρω στο 1932 από την σχολή των Ιωαννίνων. Το κράτος του παραχώρησε δωρεάν έκταση 12 στρεμμάτων (δίπλα στο βιολογικό), όπου έφτιαξε υποδειγματικό οπωρώνα με νέες ποικιλίες ροδάκινων, μήλων κ.λ.π. (μπαχτσέ ονόμαζε τον οπωρώνα).Παράλληλα παρήγαγε και χειμερινούς–θερινούς πολτούς διότι δεν υπήρχαν φάρμακα γεωργικά τότε. Επίσης έφτιαχνε φυτώρια με δενδρύλλια μικρά που αγόραζε ο κόσμος. Διατέλεσε για αρκετά χρόνια γεωπόνος στην περιοχή διορισμένος από το κράτος, για να διδάξει στους κατοίκους της περιοχής τις νέες τεχνολογίες στην γεωργική παραγωγή, καθώς το ποσοστό των απασχολούμενων στην γεωργία αντιπροσώπευε το 95% των κατοίκων.
Εικόνα 4
Χριστόδουλος Ρουμελιώτης Γεωπονική Σχολή Ιωαννίνων 1930
Έτσι σε κάθε χωριό μαζεύονταν ομάδες και τους μάθαινε ο πατέρας μου εμβολιασμούς σε άγριες ελιές που υπήρχαν άφθονες στα βουνά. Τους μάθαινε επίσης τρόπους παραγωγής γεωργικών φαρμάκων.
Την επιστολή αυτή σας αποστέλλω να την δημοσιεύσετε στην εφημερίδα του Συλλόγου, για να διαβάσουν οι νέοι και οι νέες την πρότερη κατάσταση του χωριού μας και να τιμήσω τους προγόνους μου, που κάτι πρόσφεραν και αυτοί για να είναι σήμερα η Ν. Πέραμος μια όμορφη πολιτεία. Στην οποία πρωτοεγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από χωριά της Μικράς Ασίας. Την Πέραμο, Αρτάκη, Πάνορμο, Παντήχι, Σκαμιές, Ανατολική Θράκη, Γανοχώρι, Ηρακλίτσα, Μυριόφυτο κ.λ.π.»
Θα ευχαριστήσω τον κ. Ρουμελιώτη ξανά.
Στην επιστολή του αναφέρεται με κολακευτικά σχόλια για την πορεία του Συλλόγου. Σίγουρα δίνεις άλλη βαρύτητα στα εύσημα που σου αποδίδουν άνθρωποι που υπηρέτησαν πριν από σένα τον ίδιο σκοπό.
Αλλά και για το υλικό που μου εμπιστεύτηκε. Ουσιαστικά ένα προσωπικό κεφάλαιο, το οποίο δημοσιεύουμε όχι για να γράψουμε ιστορία, αλλά για να ψηλαφίσουμε ότι ακριβώς έχει “κατασχεθεί” από την ιστορία: το βίο συγκεκριμένων ανθρώπων και την συμβολή τους στο γίγνεσθαι της πόλης μας. Επιτελώντας μια εργασία μνήμης ο κύριος Ρουμελιώτης, διόλου επιλήσμων, αποδίδει στην εργασία μου μεγάλη αξία και υπενθυμίσει σε όλους μας ότι οι νεκροί οι “χαμένοι μας”, είναι ο συμβολικός μας πλούτος και ο θησαυρός μας.
“Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου.
Σκύβω το κεφάλι στα μαρτύριά σου,
και θαυμάζω λαέ μου τα έργα σου”.
Στίχοι από μελοποιημένη δουλειά του Γιάννη Μαρκόπουλου.
συνεχίζεται
Παπαδημητρίου Απόστολος